- ὑγιοζυγία
- ὑγῐο-ζῠγία [pron. full] [ῠγ], ἡ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υγιοζυγία — ἡ, Α ορθός συνδυασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγιής + ζυγία (< ζυγος < ζυγός), πρβλ. ομο ζυγία] … Dictionary of Greek
ὑγιοζυγίαν — ὑγιοζυγίᾱν , ὑγιοζυγία sound fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)